αχρεώστητος

αχρεώστητος
беcплатен

Грчко-македонскиот речник (Έλληνες-Μακεδονική λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • αχρεώστητος — η, ο (Μ ἀχρεώστητος, ον) [χρεωστώ] Ι. (για ποσό χρηματικό ή τόκους) αυτός που δεν χρωστιέται, που δεν οφείλεται II. επίρρ. φρ. «αχρεωστήτως ληφθέντα» που δόθηκαν χωρίς να τα δικαιούται αυτός που τα πήρε …   Dictionary of Greek

  • αχρεώστητος — η, ο αυτός που δε χρωστιέται, δεν οφείλεται: Δεν πρόσεξε και του δωσε χρήματα αχρεώστητα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”